φάουλ

φάουλ
το, Ν
άκλ. (αθλ.) παράβαση τών κανόνων τού παιχνιδιού, κυρίως στο ποδόσφαιρο και στην καλαθοσφαίριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. foul «αντικανονικό παιχνίδι, αντικανονικό παίξιμο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • χαντ–μπολ — Άθλημα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι έτσι προσαρμοσμένο ώστε να παίζεται με τα χέρια. Ο όρος είναι αγγλικός, επικράτησε όμως αντί του ελληνικού χειροσφαίριση. Το γήπεδο και η εστία στην οποία παίζεται έχουν τις ίδιες διαστάσεις, οι… …   Dictionary of Greek

  • βόλεϊ μπολ ή πετοσφαίριση — (volleyball). Αθλητικό αγώνισμα που παίζεται από δύο ομάδες, οι οποίες για να κερδίσουν πόντο πρέπει να πετάξουν την μπάλα από την άλλη πλευρά του φιλέ, έτσι ώστε αυτή να πέσει στο αντίπαλο γήπεδο αγγίζοντας το έδαφος ή αναγκάζοντας τους παίκτες… …   Dictionary of Greek

  • γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”